κατεφίσταμαι

κατεφίσταμαι
κατεφίσταμαι (s. ἐφίστημι) 2 aor. κατεπέστην (hapax leg.) rise up τινί against someone Ac 18:12.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατεφίσταμαι — (Α) εξεγείρομαι εναντίον κάποιου («κατεπέστησαν... οἱ Ἰουδαῑοι τῷ Παύλῳ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐφίσταμαι «επέρχομαι, αντίκειμαι»] …   Dictionary of Greek

  • κατεπέστη — κατεφίσταμαι rise up against plup ind act 1st sg (ionic) κατεφίσταμαι rise up against aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεπέστησαν — κατεφίσταμαι rise up against aor ind act 3rd pl κατεφίσταμαι rise up against aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”